- εκκόλπωμα
- τοσακοειδής κοιλότητα που δεν είναι φυσιολογική και επικοινωνεί με κάποιο κοίλο όργανο («εκκόλπωμα κύστεως, εκκόλπωμα στομάχου κ.λπ.»).
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
λάγηνος — και λάγυνος, η (Α λάγηνος και αττ. τ. λάγυνος, ὁ και ἡ) λαγήνι, στάμνα νεοελλ. 1. ζωολ. γένος τρηματοφόρων πρωτοζώων τής οικογένειας λαγηνίδες 2. (συγκρ. ανατ.) εκκόλπωμα τού κυστιδίου τού υμενώδους λαβυρίνθου τού αφτιού τών πρωτοζώων 3. φρ.… … Dictionary of Greek
οισοφαγικός — ή, ό αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στον οισοφάγο (α. «οισοφαγικό τρήμα τού διαφράγματος» β. «οισοφαγικό πλέγμα» γ. «οισοφαγικό εκκόλπωμα» δ. «οισοφαγικός καθετήρας»). [ΕΤΥΜΟΛ. < οισοφάγος. Η λ. μαρτυρείται από το 1884 στον Π. Ψαρά] … Dictionary of Greek
παράφυση — η / παράφυσις, ύσεως, ἡ Α [παραφύω] νεοελλ. 1. βοτ. μονοκύτταρη στείρα νηματοειδής απόφυση πού βρίσκεται στο μυκήλιο μερικών βρυοφύτων και φυκών, καθώς και μεταξύ τών βασιδίων ή τών ασκών τών ανώτερων μυκήτων 2. (συγκρ. ανατ.) πρόσθιο εκκόλπωμα… … Dictionary of Greek
σκωληκοειδής — ές, ΝΜΑ αυτός που μοιάζει με σκώληκα νεοελλ. 1. (το ουδ. πληθ. ως ουσ.) τα σκωληκοειδή ζωολ. υποσυνομοταξία, σε παλαιότερα συστήματα ταξινόμησης, τών σκωλήκων, που περιλάμβανε τους πλέον πρωτόγονους εκπροσώπους, τών οποίων το εσωτερικό, δηλ. ο… … Dictionary of Greek
εγκολεασμός — Η είσδυση τμήματος εντέρου μέσα στην παρακείμενη μοίρα του εντερικού αυλού. Ο ε. συμβαίνει συχνότερα στα βρέφη και συνήθως έχει φανερή αιτία, όπως το εκκόλπωμα του Μέκελ, ή έναν πολύποδα. Η κατάσταση αποκαθίσταται με χειρουργική επέμβαση … Dictionary of Greek